- πενθημιταλαντιαῖος
- πενθημῐ-τᾰλαντιαῖος, α, ον,A weighing 2 1/2 talents, ib.51.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημιταλαντιαίος — αία, ον, Α αυτός που ζυγίζει δυόμισυ τάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιταλαντιαῖος] … Dictionary of Greek
πενθημιταλαντιαίου — πενθημιταλαντιαῖος weighing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)